Ismene (fragmento)
Haría bien en venir de vez en cuando -es algo que me agrada. Aquí
el tiempo transcurre con lentitud; ya nadie viene ni se va,
sólo el habitual deterioro de la madera de los muebles,
de las vigas del techo, de los suelos y las escaleras,
de los enlucidos, los utensilios, las cortinas y los goznes –
deterioro lento, herrumbre silenciosa, sobre todo en las manos y en los rostros.
Los grandes relojes de pared se han detenido -ya nadie les da cuerda;
y si alguna vez me paro frente a ellos, no es para ver la hora,
sino mi propio rostro reflejado en su cristal,
curiosamente blanco, como el yeso, impasible, ajeno al tiempo,
mientras en sus foscas profundidades las agujas detenidas
más allá de mi imagen simulan un bisturí sin movimiento
que no sirve ya para abrir una herida, no tiene
nada que extraerme -miedo o esperanza, espera e impaciencia.
Engriego
Ισμήνη (απόσπασμα)
Νἄρχεστε πότε-πότε· -αὐτό μοῦ δίνει εὐχαρίστηση. Ἐδῶ πέρα
ὁ χρόνος εἶναι ἀργός· τίποτα πιά δέν ἔρχεται ἤ δέ φεύγει,
ἐκτός ἀπ᾽ τή συνηθισμένη αὐτή φθορά στό ξύλο τῶν ἐπίπλων,
στά καρδόνια τῆς στέγης, στά πατώματα, στίς σκάλες,
στούς σοβάδες, στά σκεύη, στίς κουρτίνες, στούς ρεζέδες –
ἀργή φθορά, μιά σιωπηλή σκουριά, προπάντων στά χέρια καί στά πρόσωπα.
Τα μεγάλα ρολόγια στούς τοίχους σταμάτησαν -κανείς δέν τά κουρντίζει·
κι ἄν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δέν εἶναι γιά νά δῶ τήν ὥρα,
μά τό ἴδιο μου τό πρόσωπο καθρεφτισμένο στό γυαλί τους,
περίεργα ἄσπρο, γύψινο, ἀπαθές, σάν ἔξω ἀπ᾽ τό χρόνο,
ἐνῶ στό σκοτεινό τους βάθος οἱ σταμτημένοι δεῖχτες,
πίσω ἀκριβῶς ἀπ᾽ τό εἴδωλό μου, εἶναι ἕνα ἀσάλευτο νυστέρι
πού πιά δέν ἔχει ν᾽ἀνοίξει ἕνα τραῦμα, δέν ἔχει
νά μοῦἀφαιρέσει τίποτα – φόβο ἤἐλπίδα, ἀναμονή κι ἀδημονία.
____________________
Texto: D.P
Etiquetas: Literatura | poesía