El poema de esta semana es del poeta Ángelos Sikelianós (1884-1951). Sikelianós fue el primer escritor griego en ser nominado al premio Nobel, en 1949. Según Ramón Irigoyen, “su obra es rica en giros del lenguaje, metáforas, métrica difícil y alusiones al pasado popular griego.”  En mayo de 1927, Ángelos Sikelianós y su esposa Éva Palmer, organizaron el Festival de Delfos como parte de esfuerzo del poeta por el renacimiento de la «Idea Délfica». En honor a la memoria de Ángelos Sikelianós y Eva Palmer, el Centro Cultural Europeo de Delfos restauró en 1985 su casa en Delfos, que hoy alberga el Museo de los Festivales Délficos.

El título del poema es “La madre de Dante”, en versión del autor Ramón Irigoyen.

LA MADRE DE DANTE

«Como vacía, en su sueño le pareció Florencia,

cuando despuntaba el alba,

y que, lejos de sus amigas, en soledad,

erraba por las calles.

Y tras ponerse su vestido nupcial de seda,

y los velos de lis,

vagaba por las encrucijadas, y en el sueño

le parecía nueva cada calle.

Y en los cerros que bañaba un aura matinal de primavera,

como enjambres  lejanos,

lentos y hondos doblaban los agonizantes campanarios

de las ermitas.

Y de pronto, como si se encontrara dentro de un jardín,

en el aire  más blanco,

de un jardín vestido de novio, y lleno de naranjos y manzanos,

de una punta a la otra…,

y mientras la arrastraban las fragancias, le pareció acercarse

a un alto laurel,

en el que un pavo, saltando de peldaño en peldaño,

subía hasta su cima.

Y alargaba su cuello a una y otra rama

rebosante de bayas,

y se comía una, cogía otra y la tiraba al punto

desde la rama al suelo.

Su delantal bordado, alzó involuntariamente

en la sombra, hechizada,

y he aquí que al instante se le hizo pesado, cargado

de rizadas bayas».

*

Del esfuerzo del alba reposó así un momento,

en una  nube fresca-

y sus amigas, alrededor de la cama, estaban esperando

para acoger al niño.

Versión original en griego:

Η ΜΑΝΑ ΤΟΥ DANTE

» Η Φλωρεντία σα νάδειασε , της φάνη μέσ’ στον ύπνο της,

το χάραμα ως αρχίζει,

κι από τις φιλενάδες της μακριά, τους δρόμους μοναχή

να σιγοσεργιανίζει.

Το νυφικό της φόρεμα φορώντας το μεταξωτό,

τα πέπλα τα κρινάτα,

τα σταυροδρόμια εγύριζε και στ’ όνειρο της φάνταζε

καινούργια η κάθε στράτα.

Κι από τους λόφους πόλουζεν αχνό ανοιξιάτικο αυγινό,

σα μακρινά μελίσσια

αργόηχα τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε

βαθιά , στα ερημοκλήσια.

Και ξάφνου, ωσά να βρέθηκε σε περιβόλι ανάμεσα,

μέσα στον άσπρο αέρα,

ντυμένο στα νυφιάτικα, με νερατζιές και με μηλιές

γεμάτο, πέρα ως πέρα,

κι όπως τη σέρναν οι ευωδιές, ένα ψηλό δαφνόδεντρο

της φάνη να ζυγώνει,

που στην κορφή του ανέβαινε, σκαλί πηδώντας το σκαλί

απάνου, ένα παγόνι΄

και κείνο λύγας το λαιμό στο ‘να και στ’ άλλο το καλδί

δαφνόκουκα γεμάτο,

κ’ ένα έτρωγε, ένα τόπαιρνε κι από τον κλώνο τόριχνε

γοργό στο χώμα κάτω,

την κεντημένη της ποδιάν εσήκωσεν αθέλητα

στον ίσκιο, μαγεμένη,-

και να , σε λίγο εβάραινεν απ’ τα σγουρά δαφνόκουκα

μπροστά της φορτωμένη.»

Απ’ της αυγής τον κάματο, έτσι αναπαύτη μια στιγμή,

μέσ’ σε δροσάτο νέφος-

και γύρα οι φιλενάδες της απ’ το κρεβάτι επρόσμεναν

για να δεχτούν το βρέφος!

 

Texto: D.P.

Etiquetas: poesía