El poema de esta semana es un poema de Odiseas Elitis, uno de los principales representantes de la poesía contemporánea griega.

El título del poema es: “El sueño de los valientes” [en griego: “Ο Ύπνος των Γενναίων”] de la recopilación “Seis y un remordimiento por el cielo”, 1960, en versión de Cristián Carandell (“Dignum est y otros poemas”, edición bilingüe Galaxia Gutenberg , 2008). Odiseas Elitis, un poeta mundialmente reconocido y galardonado con el Nobel de Literatura en 1979, cuya obra ha sido traducida a más de 29 idiomas.

“El sueño de los valientes”

Huelen a incienso todavía, y tienen el rostro quemado por la travesía de los Grandes Lugares Oscuros.

Allí donde el golpe los arrojó lo Inamovible
De bruces, en una tierra cuya anémona más chiquita bastaría para envenenar el aire del infierno

(Una mano hacia delante, diríase que pugna por agarrar el futuro, la otra bajo la cabeza desolada, vuelta hacia el costado

Como si contemplara por última vez, en los ojos de un caballo destripado, el cúmulo de escombros humeantes)

Allí los soltó el Tiempo. Una de las alas, la más roja, cubrió el mundo, mientras la otra, delicada, se agitaba ya en el espacio,

Sin arrugas ni remordimiento pero a gran profundidad

La antigua sangre inmemorial comenzaba penosamente a amanecer, en medio de la negrura del cielo

Un sol joven, inmaduro aún

Que no alcanzaba a disolver la escarcha de los corderos del trébol vivo, pero anulaba, antes de que brotara una espina siquiera, el oráculo de las tinieblas…

Y desde el principio Valles, Montañas, Árboles, Ríos,

Resplandecía una creación de sentimientos vengados, idéntica pero vuelta del revés, por lo que ellos mismos pudieran pasar ahora, con el Verdugo ejecutado en su pecho,

¡Campesinos del azul infinito!

Ni siquiera al dar las doces en las profundidades, ni siquiera la voz del Polo, cayendo en picado, les hizo volver sus pasos,

Leían ávidamente el mundo con los ojos abiertos para siempre, allí donde de golpe los arrojó lo Inamovible

De bruces, allí se precipitaban los buitres para saborear la arcilla de sus entrañas y su sangre.

Poema original en griego:

Ο Ύπνος των Γενναίων

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα’ φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το’ να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος…

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

D.P.

Etiquetas: Literatura | poesía